- καπίκι
- kopeck
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καπίκι — το 1. υποδιαίρεση τής νομισματικής μονάδας τής ΕΣΣΔ που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό τού ρουβλίου 2. παλαιό ρωσικό νόμισμα 3. (σε ορισμένα χαρτοπαίγνια) μονάδα κέρδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. kopeika < τουρκ. kopek «σκύλος», λόγω τής απεικόνισης… … Dictionary of Greek
καπίκι — το (λ. ρωσ.) 1. ρωσικό νόμισμα που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό του ρουβλίου: Το ρούβλι έχει εκατό καπίκια. 2. στην πρέφα και σε μερικά χαρτοπαίγνια σημαίνει τη μονάδα κέρδους, δηλ. το αντίτιμο για κάθε πόντο: Κέρδισα χίλια καπίκια στην πρέφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
копейка — первонач. серебряная монета , чеканенная с 1535 г.; производят от новгор. деньга (см.); появилась в Москве после завоевания Новгорода (1478 г.). Она носит изображение царя, сидящего верхом на коне с копьем в руке (1535–1719 гг.); см. Бауэр у… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера